καράτε

καράτε
I
(karate). Είδος ιαπωνικής πάλης που έχει τις καταβολές του στους λαϊκούς τρόπους αυτοάμυνας χωρίς όπλα, οι οποίοι ήταν γνωστοί στην Ασία από την αρχαιότητα. To κ., που σημαίνει στην ιαπωνική γλώσσα με γυμνά χέρια, αποτελεί ένα σύστημα αυτοάμυνας που βασίζεται σε χτυπήματα με τα πλάγια της παλάμης, με τη γροθιά, με τον αγκώνα ή με το πόδι στα πιο ευαίσθητα σημεία του ανθρώπινου σώματος (καρωτίδα, συκώτι, κοιλιά κ.α.). Η σύγχρονη μορφή αυτής της πάλης οφείλεται στον Ιάπωνα Γ. Φουνακόσι (1869-1957), ο οποίος τροποποίησε την παραδοσιακή τεχνική του κ. με την προσθήκη και την αξιοποίηση στοιχείων από το σύστημα πάλης ζίου ζίτσου. Στα μέσα του 20ού αι. το κ. αναγνωρίστηκε ως αυτόνομο είδος αθλητικής πάλης και διαδόθηκε και στην Ευρώπη, ενώ το 1968 ιδρύθηκε η Διεθνής Ομοσπονδία Κ. με τη συμμετοχή πολλών κρατών. Το 1970 οργανώθηκε το πρώτο παγκόσμιο πρωτάθλημα του κ. και το 1971 το πρωτάθλημα Ευρώπης. Η πρώτη συμμετοχή γυναικών σε παγκόσμιο πρωτάθλημα κ. πραγματοποιήθηκε το 1980.
Στη σύγχρονη αθλητική μορφή του κ. τα διάφορα στάδια εκπαίδευσης των αθλητών διακρίνονται από ζώνες διαφορετικού χρώματος, οι οποίες είναι, ξεκινώντας από το κατώτερο προς το ανώτερο επίπεδο, η λευκή, η πράσινη, η κόκκινη, η καφέ και η μαύρη. Η μαύρη ζώνη ή νταν αντιπροσωπεύει τον υψηλότερο βαθμό εκπαίδευσης και επίδοσης του αθλητή. Οι περαιτέρω επιδόσεις βαθμολογούνται με επιπλέον νταν, τα οποία μπορούν να φτάσουν έως και δέκα.
Το καράτε είναι ένα σύστημα αυτοάμυνας που βασίζεται σε χτυπήματα με τα πλάγια της παλάμης, με τη γροθιά, με τον αγκώνα ή με το πόδι στα πιο ευαίσθητα σημεία του ανθρώπινου σώματος (φωτ. ΑΠΕ).
II
(Ιατρ.). Δερματική πάθηση, που εμφανίζεται συχνά στους κατοίκους των θερμών περιοχών των Κορδιλιέρων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα επικρατούσε η άποψη ότι το κ. οφειλόταν σε μύκητα. Ωστόσο, σύγχρονες έρευνες απέδειξαν ότι οφείλεται σε σπειροχαίτη, συγγενή με τη σπειροχαίτη της σύφιλης. Χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της αρρώστιας είναι οι ροδόχρωμες και ιώδεις κηλίδες, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου γίνονται καστανές και τελικά άχρωμες. Οι κηλίδες αυτές δεν προσβάλλουν τις πτυχές του σώματος και τα γεννητικά όργανα. Για την επισήμανση της αρρώστιας χρησιμοποιείται η αντίδραση Βάσερμαν.
* * *
το
σύστημα πάλης που περιλαμβάνει λακτίσματα, χτυπήματα με τα χέρια και αμυντικές λαβές με χέρια και πόδια, χωρίς χρήση οποιουδήποτε άλλου μέσου, και που αναπτύχθηκε στην Άπω Ανατολή και ιδίως στην Ιαπωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπων. karate «άδειο χέρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καράτε — το (λ. ιαπων.), πολεμική τέχνη πάλης ιαπωνικής καταγωγής, αμυντική και επιθετική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Νταμ, Ζαν Κλοντ — (Βέλγιο 1961 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βέλγου ηθοποιού Ζαν Κλοντ Βαν Βάρενμπεργκ. Στράφηκε στον κινηματογράφο αμέσως μόλις έγινε γνωστός από τις πολεμικές τέχνες, όταν κέρδισε στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα καράτε. Νωρίτερα ασχολήθηκε με τη… …   Dictionary of Greek

  • ζίου ζίτσου — Γενική ονομασία στην οποία περιλαμβάνονται διάφορες μέθοδοι ιαπωνικής πάλης, σχεδόν πάντοτε χωρίς όπλα, αλλά και πάντοτε χωρίς αποκλεισμό των χτυπημάτων. Κατά λέξη, ο όρος σημαίνει γλυκιά (ζίου) τέχνη (ζίτσου) ή τέχνη της ευκαμψίας. Οι ρίζες της… …   Dictionary of Greek

  • Μισίμα, Γιούκο — (Mishima Yukio, ψευδώνυμο του Χιραόκα Κιμιτάκε Hiraoka Kimitake, Τόκιο 1925 – 1970). Ιάπωνας συγγραφέας. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λογοτέχνες, στο έργο του οποίου εκφράζεται η σύγκρουση της τάσης ανάμεσα στη δυτικοποίηση της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”